7 Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας. Εἰς ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ θὰ τοῦ δώσω νὰ φάγῃ ἀπὸ τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον εἶναι εἰς τὸν παράδεισον τοῦ Θεοῦ μου».
8 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης γράψε: «Αὐτὰ λέγει ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος, ὁ ὁποῖος ἦτο νεκρὸς καὶ ἦλθε πάλιν εἰς τὴν ζωήν:
9 Ξέρω τὰ ἔργα σου καὶ τὴν θλῖψιν σου καὶ τὴν πτωχείαν σου, καὶ ὅμως εἶσαι πλούσιος. Ξέρω καὶ ὅτι συκοφαντεῖσαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ λέγουν ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι ἐνῷ δὲν εἶναι, ἀλλ᾽ εἶναι συναγωγὴ τοῦ Σατανᾶ.
10 Μὴ φοβᾶσαι τίποτε ἀπὸ ὅσα μέλλεις νὰ πάθῃς. Ὁ διάβολος θὰ βάλῃ μερικοὺς ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν φυλακὴν διὰ νὰ δοκιμασθῆτε καὶ θὰ ὑποφέρετε δέκα ἡμέρες. Νὰ εἶσαι πιστὸς μέχρι θανάτου καὶ θὰ σοῦ δώσω τὸ στεφάνι τῆς ζωῆς.
11 Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας. Ὅποιος νικᾶ δὲν ἔχει τίποτε νὰ φοβηθῇ ἀπὸ τὸν δεύτερον θάνατον».
12 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Περγάμου γράψε: «Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν δίστομη καὶ κοφτερὴ ρομφαία:
13 Ξέρω τὰ ἔργα σου καὶ ποῦ κατοικεῖς· ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Σατανᾶ· ἀλλὰ κρατᾶς στερεὰ τὸ ὄνομά μου καὶ δὲν ἀρνήθηκες τὴν πίστιν σου σ᾽ ἐμένα, οὔτε κατὰ τὰς ἡμέρας ποὺ ὁ Ἀντίπας, ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός, ἐσκοτώθηκε εἰς τὴν πόλιν σας, ὅπου κατοικεῖ ὁ Σατανᾶς.