1 Ὕστερα εἶδα καινούργιον οὐρανὸν καὶ καινούργιαν γῆν, διότι ὁ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἔφυγαν, καὶ ἡ θάλασσα δὲν ὑπάρχει πλέον.
2 Καὶ εἶδα τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν, τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἑτοιμασμένη σὰν νύμφη στολισμένη διὰ τὸν ἄνδρα της.
3 Καὶ ἄκουσα φωνὴν μεγάλην ἀπὸ τὸν οὐρανὸν νὰ λέγῃ, «Ἰδού, ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ εἶναι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων· θὰ κατοικήσῃ μαζί τους καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός του καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ εἶναι μαζί τους.
4 Θὰ ἐξαλείψῃ ὁ Θεὸς κάθε δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια τους· ὁ θάνατος δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος θὰ ὑπάρχῃ πλέον, διότι τὰ παλαιὰ παρῆλθαν».
5 Τότε ἐκεῖνος ποὺ κάθεται εἰς τὸν θρόνον εἶπε, «Ἰδού, τὰ κάνω ὅλα καινούργια». Καὶ εἰς ἐμὲ εἶπε, «Γράψε το, διότι αὐτοὶ οἱ λόγοι εἶναι ἀξιόπιστοι καὶ ἀληθινοί».
6 Καὶ προσέθεσε, «Ἐκπληρώθηκαν ὅλα. Ἐγὼ εἶμαι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Εἰς ἐκεῖνον ποὺ διψᾶ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω δωρεὰν ἀπὸ τὴν πηγὴν τοῦ νεροῦ τῆς ζωῆς.
7 Αὐτὰ θὰ κληρονομήσῃ ἐκεῖνος ποὺ νικᾶ καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ εἶμαι Θεὸς καὶ αὐτὸς θὰ μοῦ εἶναι υἱός.