4 Θὰ ἐξαλείψῃ ὁ Θεὸς κάθε δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια τους· ὁ θάνατος δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος θὰ ὑπάρχῃ πλέον, διότι τὰ παλαιὰ παρῆλθαν».
5 Τότε ἐκεῖνος ποὺ κάθεται εἰς τὸν θρόνον εἶπε, «Ἰδού, τὰ κάνω ὅλα καινούργια». Καὶ εἰς ἐμὲ εἶπε, «Γράψε το, διότι αὐτοὶ οἱ λόγοι εἶναι ἀξιόπιστοι καὶ ἀληθινοί».
6 Καὶ προσέθεσε, «Ἐκπληρώθηκαν ὅλα. Ἐγὼ εἶμαι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Εἰς ἐκεῖνον ποὺ διψᾶ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω δωρεὰν ἀπὸ τὴν πηγὴν τοῦ νεροῦ τῆς ζωῆς.
7 Αὐτὰ θὰ κληρονομήσῃ ἐκεῖνος ποὺ νικᾶ καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ εἶμαι Θεὸς καὶ αὐτὸς θὰ μοῦ εἶναι υἱός.
8 Ἀλλ᾽ οἱ δειλοί, οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ βδελυροί, οἱ φονηάδες, οἱ πόρνοι, οἱ μάγοι, οἱ εἰδωλολάτραι καὶ ὅλοι οἱ ψεῦτες θὰ ἔχουν τὴν θέσιν τους εἰς τὴν λίμνην ποὺ καίεται μὲ φωτιὰ καὶ θειάφι. Αὐτὸς εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος».
9 Ὕστερα ἦλθε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους, ποὺ εἶχαν τὰς ἑπτὰ φιάλας μὲ τὰς ἑπτὰ τελευταίας πληγάς, καὶ μοῦ μίλησε καὶ εἶπε, «Ἔλα νὰ σοῦ δείξω τὴν νύμφην, τὴν γυναῖκα τοῦ Ἀρνίου».
10 Καὶ μὲ ἔφερε ἐν ἐκστάσει σ᾽ ἕνα μεγάλο, ψηλὸ βουνό, καὶ μοῦ ἔδειξε τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὸν Θεόν,