8 Ἐγὼ ὁ Ἰωάννης εἶμαι ποὺ ἄκουσα καὶ εἶδα αὐτά. Καὶ ὅταν τὰ ἄκουσα καὶ τὰ εἶδα, ἔπεσα εἰς τὰ πόδια τοῦ ἀγγέλου, ποὺ μοῦ τὰ ἔδειχνε, διὰ νὰ τὸν προσκυνήσω.
9 Ἀλλ᾽ αὐτὸς μοῦ εἶπε, «Πρόσεξε, μή! Εἶμαι δοῦλος σὰν ἐσένα καὶ σὰν τοὺς ἀδελφούς σου τοὺς προφήτας καὶ ἐκείνους ποὺ τηροῦν τὰ λόγια τοῦ βιβλίου αὐτοῦ. Τὸν Θεὸν νὰ προσκυνήσῃς».
10 Καὶ προσέθεσε, «Μὴ σφραγίσῃς τὰ λόγια τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, διότι ὁ καιρὸς πλησιάζει.
11 Ὅποιος κάνει τὸ κακόν, ἂς κάνῃ ἀκόμη τὸ κακόν, ὁ ρυπαρὸς ἂς εἶναι ἀκόμη ρυπαρός, ὁ καλὸς ἂς κάνῃ ἀκόμη τὸ καλόν, καὶ ὁ ἅγιος ἂς ἁγιασθῇ ἀκόμη.
12 Ἰδού, ἔρχομαι γρήγορα, καὶ φέρω μαζί μου τὴν ἀνταμοιβήν μου, διὰ νὰ ἀποδώσω εἰς τὸν καθένα σύμφωνα πρὸς τὸ ἔργον του.
13 Ἐγὼ εἶμαι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος, ἡ ἀρχὴ καὶ τό τέλος».
14 Μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐκτελοῦν τὰς ἐντολάς του, διὰ νὰ ἔχουν δικαίωμα εἰς τὸ δένδρον τῆς ζωῆς καὶ διὰ νὰ μποῦν εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ τὰς πύλας.