11 Ἔρχομαι γρήγορα. Κράτησε αὐτὸ ποὺ ἔχεις διὰ νὰ μὴ ἀφαιρέσῃ κανεὶς τὸ στεφάνι σου.
12 Ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ θὰ τὸν κάνω στῦλον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ μου· ποτὲ δὲν θὰ βγῇ ἔξω καὶ θὰ γράψω ἐπάνω του τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ μου, τῆς νέας Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὸν Θεόν μου, καὶ τὸ ὄνομά μου τὸ νέον.
13 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας».
14 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας γράψε: «Αὐτὰ λέγει ὁ Ἀμήν, ὁ μάρτυς ὁ ἀξιόπιστος καὶ ἀληθινός, ἡ πηγὴ τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ:
15 Ξέρω τὰ ἔργα σου· οὔτε κρύος εἶσαι, οὔτε ζεστός. Θὰ ἤθελα νὰ εἶσαι εἴτε κρύος, εἴτε ζεστός.
16 Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ εἶσαι χλιαρὸς καὶ οὔτε ζεστός, οὔτε κρύος, θὰ σὲ ξεράσω ἀπὸ τὸ στόμα μου.
17 Λέγεις, «Εἶμαι πλούσιος καὶ ἔχω πλουτίσει καὶ δὲν ἔχω ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε», καὶ δὲν ξέρεις ὅτι σὺ εἶσαι ὁ δυστυχής, ὁ ἐλεεινός, ὁ πτωχός, ὁ τυφλὸς καὶ ὁ γυμνός.