18 Σὲ συμβουλεύω νὰ ἀγοράσῃς ἀπὸ ἐμὲ χρυσάφι δοκιμασμένο ἀπὸ τὴν φωτιὰ διὰ νὰ πλουτίσῃς· καὶ ἐνδύματα λευκά, διὰ νὰ τὰ φορέσῃς καὶ νὰ μὴ φαίνεται ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου· καὶ κολλύριον μὲ τὸ ὁποῖον νὰ ἀλείψῃς τὰ μάτια σου διὰ νὰ βλέπῃς.
19 Ἐγὼ ὅσους ἀγαπῶ, τοὺς ἐλέγχω καὶ τοὺς παιδαγωγῶ. Δεῖξε λοιπὸν ζῆλον καὶ μετανόησε.
20 Ἰδού, στέκομαι εἰς τὴν πόρτα καὶ κτυπῶ. Ἐὰν ἀκούσῃ κανεὶς τὴν φωνήν μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα, θὰ μπῶ καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του καὶ αὐτὸς μαζί μου.
21 Εἰς ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ θὰ τοῦ ἐπιτρέψω νὰ καθήσῃ μαζί μου εἰς τὸν θρόνον μου, ὅπως καὶ ἐγὼ ἐνίκησα καὶ ἐκάθησα μὲ τὸν Πατέρα μου εἰς τὸν θρόνον του.
22 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας».