3 Θυμήσου λοιπὸν τί παρέλαβες καὶ ἄκουσες· αὐτὰ νὰ τηρῇς καὶ νὰ μετανοήσῃς. Ἐὰν δὲν ξυπνήσῃς, θὰ ἔλθω σ᾽ ἐσὲ σὰν κλέφτης καὶ δὲν θὰ ξέρῃς ποιά ὥρα θὰ σοῦ ἔλθω.
4 Ἔχεις ὅμως λίγα πρόσωπα εἰς τὰς Σάρδεις, τὰ ὁποῖα δὲν ἐμόλυναν τὰ ἐνδύματά των καὶ θὰ περπατήσουν μαζί μου μὲ λευκά, διότι εἶναι ἄξιοι.
5 Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ νικᾶ θὰ ἐνδυθῇ λευκὰ ἐνδύματα καὶ δὲν θὰ ἐξαλείψω τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς· θὰ ὁμολογήσω τὸ ὄνομά του ἐνώπιον τοῦ Πατέρα μου καὶ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων του.
6 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας».
7 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας γράψε: «Αὐτὰ λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ποὺ ἔχει τὸ κλειδὶ τοῦ Δαυΐδ· ὅταν ἀνοίγῃ, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κλείσῃ καὶ ὅταν κλείνῃ, κανεὶς δὲν μπορεῖ ν᾽ ἀνοίξῃ.
8 Ξέρω τὰ ἔργα σου. — Ἰδού, ἔχω δώσει ἐνώπιόν σου πόρταν ἀνοικτήν, τὴν ὁποίαν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κλείσῃ —. Ξέρω ὅτι ἔχεις ὀλίγην δύναμιν καὶ ὅμως ἐτήρησες τὸν λόγον μου καὶ δὲν ἀρνήθηκες τὸ ὄνομά μου.
9 Ἰδού, θὰ σοῦ παραδώσω ἐκείνους ἀπὸ τὴν συναγωγὴν τοῦ Σατανᾶ, ποὺ λέγουν ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι, ἐνῷ δὲν εἶναι, ἀλλὰ ψεύδονται. Ἰδού, θὰ τοὺς κάνω νὰ ἔλθουν καὶ νὰ πέσουν εἰς τὰ πόδια σου καὶ νὰ γνωρίσουν ὅτι ἐγὼ σὲ ἀγάπησα.