1 Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἐκύτταξα καὶ ἰδού, μία πόρτα ἀνοικτὴ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη, ποὺ εἶχα ἀκούσει νὰ μοῦ μιλῇ σὰν σάλπιγγα, ἔλεγε, «Ἀνέβα ἐδῶ καὶ θὰ σοῦ δείξω ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ αὐτά».
2 Καὶ ἀμέσως ἦλθεν ἐπ᾽ ἐμὲ τὸ Πνεῦμα καὶ ἰδού, ἕνας θρόνος ἦτο τοποθετημένος εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὸν θρόνον ἐκαθότανε, κάποιος,
3 ὅμοιος, κατὰ τὴν ἐμφάνισιν, πρὸς τὸν πολύτιμον λίθον ἴασπιν καὶ τὸ σάρδιον, καὶ γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον ἦτο οὐράνιον τόξον, ὅμοιον, κατὰ τὴν ἐμφάνισιν, μὲ σμάραγδον.
4 Γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον ἦσαν εἴκοσι τέσσερις θρόνοι καὶ εἰς τοὺς θρόνους ἐκάθοντο εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, οἱ ὁποῖοι ἐφοροῦσαν λευκὰ ἐνδύματα καὶ εἰς τὰ κεφάλια τους εἶχαν χρυσὰ στεφάνια.