7 Τὸ πρῶτον ἦτο ὅμοιον μὲ λέοντα, τὸ δεύτερον ὅμοιον μὲ μόσχον, τὸ τρίτον εἶχε πρόσωπον ἀνθρώπινον καὶ τὸ τέταρτον ἦτο ὅμοιον μὲ ἀετὸν ποὺ ἐπετοῦσε.
8 Τὰ τέσσερα αὐτὰ ζωντανὰ ὄντα, μὲ ἕξη πτέρυγες τὸ καθένα, εἶχαν μάτια ὁλόγυρα, μέσα καὶ ἔξω, καὶ δὲν παύουν νὰ ψάλλουν ἡμέραν καὶ νύχτα: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ ἔρχεται».
9 Καὶ ὅταν τὰ ζωντανὰ ὄντα δοξάζουν, τιμοῦν καὶ εὐχαριστοῦν τὸν καθήμενον εἰς τὸν θρόνον ποὺ ζῆ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων,
10 πέφτουν οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι ἐμπρὸς εἰς τὸν καθήμενον εἰς τὸν θρόνον καὶ προσκυνοῦν αὐτὸν ποὺ ζῆ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ θέτουν τὰ στεφάνια τους ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον καὶ λέγουν,
11 «Ἄξιος εἶσαι σύ, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, νὰ λάβῃς τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν καὶ τὴν δύναμιν, διότι σὺ ἐδημιούργησες τὰ πάντα καὶ μὲ τὸ θέλημά σου ἔλαβαν ὑπόστασιν καὶ ἐδημιουργήθησαν».