4 Καὶ ἐβγῆκε ἄλλο ἄλογο κοκκινωπὸ καὶ εἰς τὸν ἀναβάτην ἐδόθηκε ἡ ἄδεια νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν εἰρήνην ἀπὸ τὴν γῆν διὰ νὰ σφάξουν οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ τοῦ ἐδόθηκε μάχαιρα μεγάλη.
5 Καὶ ὅταν ἄνοιξε τὴν τρίτην σφραγῖδα, ἄκουσα τὸ τρίτο ζωντανὸ ὂν νὰ λέγῃ, «Ἔλα». Ἐκύτταξα καὶ ἰδού, ἕνα μαῦρο ἄλογο καὶ ὁ ἀναβάτης εἶχε εἰς τὸ χέρι του μιὰ ζυγαριά.
6 Καὶ ἄκουσα κάτι σὰν φωνὴν ἀπὸ τὸ μέσον τῶν τεσσάρων ζωντανῶν ὄντων νὰ λέγῃ, «Ἕνας χοίνιξ σιτάρι ἀξίζει ἕνα δηνάριον καὶ τρεῖς χοίνικες κριθάρι ἕνα δηνάριον, ἀλλὰ τὸ λάδι καὶ τὸ κρασὶ νὰ μὴ τὰ βλάψῃς».
7 Καὶ ὅταν ἄνοιξε τὴν τετάρτην σφραγῖδα, ἄκουσα τὴν φωνὴν τοῦ τετάρτου ζωντανοῦ ὄντος νὰ λέγῃ, «Ἔλα».
8 Ἐκύτταξα καὶ ἰδού, ἕνα πρασινοκίτρινο ἄλογο καὶ ὁ ἀναβάτης ὠνομάζετο Θάνατος καὶ ὁ ᾍδης ἀκολουθοῦσε κατόπιν του. Καὶ τοὺς ἐδόθηκε ἐξουσία ἐπάνω εἰς τὸ τέταρτον τῆς γῆς νὰ φονεύσουν μὲ ρομφαίαν καὶ μὲ πεῖναν καὶ μὲ θάνατον καὶ μὲ θηρία τῆς γῆς.
9 Καὶ ὅταν ἄνοιξε τὴν πέμπτην σφραγῖδα εἶδα κάτω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον τὰς ψυχὰς ἐκείνων ποὺ εἶχαν σφαγῆ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν ποὺ εἶχαν δώσει.
10 Καὶ ἔκραξαν μὲ φωνὴν δυνατὴν καὶ εἶπαν, «Ἔως πότε, ὦ Δέσποτα ἅγιε καὶ ἀληθινέ, δὲν θὰ κρίνῃς καὶ δὲν θὰ ἐκδικηθῇς διὰ τὸ αἷμά μας τοὺς κατοίκους τῆς γῆς;».