7 Καὶ ὅταν ἄνοιξε τὴν τετάρτην σφραγῖδα, ἄκουσα τὴν φωνὴν τοῦ τετάρτου ζωντανοῦ ὄντος νὰ λέγῃ, «Ἔλα».
8 Ἐκύτταξα καὶ ἰδού, ἕνα πρασινοκίτρινο ἄλογο καὶ ὁ ἀναβάτης ὠνομάζετο Θάνατος καὶ ὁ ᾍδης ἀκολουθοῦσε κατόπιν του. Καὶ τοὺς ἐδόθηκε ἐξουσία ἐπάνω εἰς τὸ τέταρτον τῆς γῆς νὰ φονεύσουν μὲ ρομφαίαν καὶ μὲ πεῖναν καὶ μὲ θάνατον καὶ μὲ θηρία τῆς γῆς.
9 Καὶ ὅταν ἄνοιξε τὴν πέμπτην σφραγῖδα εἶδα κάτω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον τὰς ψυχὰς ἐκείνων ποὺ εἶχαν σφαγῆ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν ποὺ εἶχαν δώσει.
10 Καὶ ἔκραξαν μὲ φωνὴν δυνατὴν καὶ εἶπαν, «Ἔως πότε, ὦ Δέσποτα ἅγιε καὶ ἀληθινέ, δὲν θὰ κρίνῃς καὶ δὲν θὰ ἐκδικηθῇς διὰ τὸ αἷμά μας τοὺς κατοίκους τῆς γῆς;».
11 Ὕστερα ἐδόθηκε εἰς τὸν καθένα ἀπ᾽ αὐτούς, μία ἐνδυμασία λευκὴ καὶ τοὺς εἶπαν νὰ ἀναπαυθοῦν ἀκόμη ὀλίγον χρόνον, ἕως ὅτου συμπληρωθῇ ὁ ἀριθμὸς τῶν συνεργατῶν των καὶ τῶν ἀδελφῶν των, οἱ ὁποῖοι μέλλουν νὰ σκοτωθοῦν, ὅπως καὶ αὐτοί.
12 Ὕστερα ἐκύτταξα καὶ ὅταν ἄνοιξε τὴν ἕκτην σφραγῖδα, ἔγινε μεγάλος σεισμός· ὁ ἥλιος ἔγινε μαῦρος σὰν τρίχινος σάκκος καὶ ὁλόκληρη ἡ σελήνη ἔγινε σὰν αἷμα·
13 τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, ὅπως ἡ συκιὰ ρίχνει τὰ πρώϊμα σῦκα, ὅταν σείεται ἀπὸ δυνατὸν ἄνεμον·