3 Ὕστερα ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν καπνὸν ἀκρίδες εἰς τὴν γῆν καὶ τοὺς ἐδόθηκε ἐξουσία, σὰν τὴν ἐξουσίαν ποὺ ἔχουν οἱ σκορπιοὶ τῆς γῆς·
4 τοὺς εἶπαν νὰ μὴ βλάψουν τὸ χορτάρι τῆς γῆς οὔτε κανένα χλωρόν, οὔτε κανένα δένδρον, παρὰ μόνον τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν τὴν σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ εἰς τὰ μέτωπά των.
5 Αὐτοὺς ἔλαβαν τὴν ἄδειαν νὰ βασανίσουν ἐπὶ πέντε μῆνες ἀλλὰ νὰ μὴ τοὺς σκοτώσουν, καὶ ὁ βασανισμός των θὰ ἦτο σὰν τὸν βασανισμὸν τοῦ σκορπιοῦ ὅταν κεντήσῃ ἄνθρωπον.
6 Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας θὰ ζητήσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸν βροῦν καὶ θὰ ἐπιθυμήσουν νὰ πεθάνουν, ἀλλὰ θὰ φεύγῃ ἀπ᾽ αὐτοὺς ὁ θάνατος.
7 Κατὰ τὴν ἐμφάνισιν αἱ ἀκρίδες ἔμοιαζαν μὲ ἄλογα ἕτοιμα πρὸς πόλεμον. Εἰς τὰ κεφάλια τους ἦτο κάτι σὰν στεφάνια χρυσὰ καὶ τὰ πρόσωπά τους ἦσαν σὰν πρόσωπα ἀνθρώπινα.
8 Εἶχαν τρίχες σὰν τὰ μαλλιὰ τῶν γυναικῶν, καὶ τὰ δόντια τους ἦσαν σὰν δόντια λιονταριῶν·
9 εἶχαν θώρακας σὰν σιδερένιους θώρακας καὶ ὁ θόρυβος τῶν πτερύγων τους ἦτο σὰν τὸν θόρυβον ἁρμάτων μὲ πολλὰ ἄλογα ποὺ τρέχουν εἰς τὸν πόλεμον.