1 Διὰ τοῦτο, ὅταν δὲν ἠμπορούσαμε νὰ ἀνθέξωμεν πλέον, ἀπεφασίσαμεν νὰ μείνωμεν μόνοι εἰς τὰς Ἀθήνας,
2 καὶ ἐστείλαμεν τὸν Τιμόθεον, τὸν ἀδελφόν μας καὶ ὑπηρέτην τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργάτην μας εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν σκοπὸν νὰ σᾶς στηρίξῃ καὶ σᾶς ἐνθαρρύνῃ εἰς τὴν πίστιν σας,
3 ὥστε νὰ μὴ κλονίζεται κανεὶς κατὰ τὰς θλίψεις αὐτάς. Διότι ξέρετε σεῖς οἱ ἴδιοι, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ κλῆρός μας.
4 Καὶ ὅταν ἤμαστε μαζί σας, σᾶς προλέγαμε ὅτι θὰ ἔχωμεν θλίψεις, ὅπως καὶ ἔγινε, καθὼς ξέρετε.