32 Ο λαός σηκώθηκε και μάζευε ορτύκια όλη εκείνη την ημέρα, όλη τη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα. Το λιγότερο που μάζεψε ο καθένας ήταν δέκα γόμερ. Και τα άπλωσαν να ξεραθούν τριγύρω στο στρατόπεδο.
33 Ενώ όμως το κρέας ήταν ακόμη στο στόμα τους, πριν το μασήσουν, ξέσπασε η οργή του Κυρίου εναντίον του λαού, και τους χτύπησε με μια πολύ μεγάλη συμφορά.
34 Έτσι ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Κιβρώθ-Αττααβά (Τάφοι Επιθυμίας), γιατί εκεί θάφτηκαν όσοι είχαν καταληφθεί από έντονη επιθυμία να φάνε κρέας.
35 Από την Κιβρώθ-Αττααβά ο λαός ξεκίνησε για την Ασηρώθ, όπου και κατασκήνωσε.