1-2 Οι απόγονοι του Ρουβήν και του Γαδ είχαν πάρα πολλά κοπάδια. Όταν είδαν, λοιπόν, ότι οι περιοχές Ιαζήρ και Γαλαάδ, ήταν κατάλληλοι βοσκότοποι για τα ζώα τους, ήρθαν στο Μωυσή και στον ιερέα Ελεάζαρ και τους αρχηγούς της κοινότητας, και είπαν:
3-4 «Η χώρα που ο Κύριος υπέταξε στους Ισραηλίτες –οι πόλεις Αταρώθ, Διβών, Ιαζήρ, Νιμρά, Εσεβών, Ελεαλή, Σεβάμ, Νεβώ και Βαιών– είναι τόπος κατάλληλος για ζώα, και οι δούλοι σου έχουμε πολλά ζώα.
5 Αν έχουμε την εύνοιά σου, Μωυσή», συνέχισαν, «ας δοθεί αυτή η γη για ιδιοκτησία στους δούλους σου και μη μας φέρεις πέρα από τον Ιορδάνη».
6 Ο Μωυσής απάντησε στους απογόνους του Γαδ και του Ρουβήν: «Οι συμπατριώτες σας θα πολεμούν κι εσείς θα κάθεστε εδώ;
7 Γιατί θέλετε ν’ αποθαρρύνετε τους Ισραηλίτες να περάσουν στη χώρα που τους δίνει ο Κύριος;
8 Έτσι έκαναν κι οι πατεράδες σας, όταν τους έστειλα από την Κάδης Βαρνή για να εξερευνήσουν τη χώρα.
9 Πήγαν μέχρι την Κοιλάδα Εσκώλ και είδαν τη χώρα που τους έδωσε ο Κύριος αλλά όταν γύρισαν πίσω, αποθάρρυναν τους Ισραηλίτες να μπουν σ’ αυτήν.
10 Εκείνη την ημέρα οργίστηκε ο Κύριος και ορκίστηκε:
11 “Επειδή όλοι οι άντρες εκείνοι που βγήκαν από την Αίγυπτο, από είκοσι ετών και πάνω, δεν ακολούθησαν εντελώς το δρόμο μου, δε θα δουν τη χώρα που υποσχέθηκα να δώσω στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ”.
12 Εξαιρέθηκαν μόνον ο Χάλεβ, γιος του Ιεφοννή του Κενεζίτη κι ο Ιησούς, γιος του Ναυή, που ακολούθησαν τον Κύριο.
13 Ο Κύριος οργίστηκε τότε εναντίον των Ισραηλιτών και τους άφησε να περιπλανιούνται στην έρημο σαράντα χρόνια, ώσπου να σβήσει ολόκληρη εκείνη η γενιά που είχε πράξει το κακό ενώπιόν του.
14 Και να που τώρα εσείς παίρνετε τη θέση των πατεράδων σας, νέα γενιά αμαρτωλών ανθρώπων, για να επιτείνετε ακόμη περισσότερο το θυμό του Κυρίου εναντίον του Ισραήλ.
15 Γιατί, αν εσείς απομακρυνθείτε απ’ αυτόν, θα συνεχίσει ν’ αφήνει τον Ισραήλ στην έρημο και θα γίνετε αιτία να καταστραφεί ολόκληρος ο λαός».
16 Τότε πλησίασαν το Μωυσή και του είπαν: «Εμείς πρώτα θα χτίσουμε εδώ μάντρες για τα κοπάδια μας και πόλεις για τα παιδιά μας.
17 Έπειτα θα πάρουμε γρήγορα τα όπλα και θα πάμε εμπροσθοφυλακή στη μάχη μαζί με τους άλλους Ισραηλίτες, ώσπου να τους φέρουμε στον τόπο που προορίζεται γι’ αυτούς. Στο μεταξύ όμως τα παιδιά μας θα κατοικούν στις οχυρωμένες πόλεις, για να μην κινδυνεύουν από τους κατοίκους αυτής της χώρας.
18 Δε θα γυρίσουμε σπίτια μας, μέχρις ότου κι ο τελευταίος Ισραηλίτης πάρει το κληρονομικό του μερίδιο.
19 Εμείς δεν θα πάρουμε κληρονομικό μερίδιο μαζί μ’ εκείνους από την άλλη μεριά του Ιορδάνη, γιατί θα έχουμε το μερίδιό μας σ’ αυτήν εδώ τη μεριά, ανατολικά του Ιορδάνη».
20 Ο Μωυσής απάντησε: «Αν σκοπεύετε να εκπληρώσετε αυτό που λέτε, τότε πάρτε τα όπλα σας κι ελάτε για πόλεμο υπό τις διαταγές του Κυρίου.
21 Όλοι οι πολεμιστές σας θα περάσουν τον Ιορδάνη υπό τις διαταγές του Κυρίου, ώσπου να διώξει τους εχθρούς του από μπροστά του.
22 Και θα επιστρέψετε μόνο αφού υποταχθεί η χώρα σ’ αυτόν. Μετά απ’ αυτά θα έχετε απαλλαγεί από την υποχρέωσή σας απέναντι στον Κύριο και στους υπόλοιπους Ισραηλίτες. Τότε κι αυτή εδώ η χώρα θα σας ανήκει με τη συγκατάθεση του Κυρίου.
23 Αν όμως δεν κάνετε έτσι, θα έχετε αμαρτήσει απέναντι στον Κύριο· και να ξέρετε ότι η αμαρτία σας θα φέρει την τιμωρία.
24 Χτίστε πόλεις για τις οικογένειές σας και μάντρες για τα κοπάδια σας και κάνετε όπως είπατε».
25 Οι απόγονοι του Γαδ και του Ρουβήν απάντησαν στο Μωυσή: «Κύριέ μας, οι δούλοι σου θα κάνουμε όπως διατάζεις.
26 Τα παιδιά μας, οι γυναίκες μας, τα κοπάδια μας και όλα τα ζώα μας θα παραμείνουν εδώ στις πόλεις της Γαλαάδ.
27 Οι δούλοι σου όμως, θα πάρουμε όλοι τα όπλα και θα έρθουμε παραταγμένοι για μάχη υπό τις διαταγές του Κυρίου, όπως μας είπες».
28 Τότε ο Μωυσής έδωσε την ακόλουθη διαταγή γι’ αυτούς στον ιερέα Ελεάζαρ, στον Ιησού γιο του Ναυή, και στους αρχηγούς των φυλών του Ισραήλ:
29 «Αν οι απόγονοι του Γαδ και του Ρουβήν», τους είπε, «πάρουν όλοι τα όπλα και περάσουν μαζί σας τον Ιορδάνη, υπό τις διαταγές του Κυρίου και υποταχθεί η χώρα σ’ εσάς, τότε θα τους δώσετε τη χώρα της Γαλαάδ για ιδιοκτησία τους.
30 Αν όμως δεν έρθουν στη μάχη μαζί σας, τότε θα πρέπει να λάβουν ιδιοκτησία μαζί μ’ εσάς στη Χαναάν».
31 Τότε αποκρίθηκαν οι απόγονοι του Γαδ και του Ρουβήν: «Ό,τι είπε ο Κύριος στους δούλους σου, θα το κάνουμε.
32 Θα πάρουμε τα όπλα και θα έρθουμε μαζί σας στη μάχη στη Χαναάν υπό τις διαταγές του Κυρίου, για να μας δοθεί για ιδιοκτησία η χώρα σ’ αυτήν εδώ τη μεριά του Ιορδάνη».
33 Ο Μωυσής, λοιπόν, έδωσε στους απογόνους του Γαδ και του Ρουβήν και στο μισό της φυλής του Μανασσή, γιου του Ιωσήφ, το βασίλειο του Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων και το βασίλειο του Ωγ, βασιλιά της Βασάν, τη χώρα με τις πόλεις της και τα γύρω εδάφη.
34 Οι απόγονοι του Γαδ έχτισαν τη Διβών, την Αταρώθ, την Αροήρ,
35 την Ατρώθ-Σωφάν, την Ιαζήρ, την Ιοχβεχά,
36 τη Βαιθ-Νιμρά και τη Βαιθ-Αράν, όλες πόλεις οχυρωμένες· έφτιαξαν και μάντρες για τα κοπάδια τους.
37 Οι απόγονοι του Ρουβήν έχτισαν την Εσεβών, την Ελεαλή και την Κιριαθαΐμ,
38 τη Νεβώ και την Βάαλ-Μεών –που τους άλλαξαν τα ονόματά τους– και τη Σιβμά. Και έδωσαν νέα ονόματα στις πόλεις που έχτισαν.
39 Η συγγένεια του Μαχίρ, γιου του Μανασσή, επιτέθηκε στη Γαλαάδ, την κυρίεψε και έδιωξε τους Αμορραίους που την κατοικούσαν.
40 Την πόλη αυτή ο Μωυσής την έδωσε στο Μαχίρ, ο οποίος και εγκαταστάθηκε εκεί.
41 Ο Ιαείρ, από τη φυλή Μανασσή, επιτέθηκε σε μερικά χωριά, τα κατέλαβε και τα ονόμασε χωριά του Ιαείρ.
42 Τέλος ο Νοβάχ επιτέθηκε στην Καινάθ και στα περίχωρά της, την κυρίεψε και της έδωσε το όνομά του, Νοβάχ.