1 Τότε ολόκληρη η κοινότητα άρχισε να φωνάζει και να οδύρεται· κι όλος ο λαός ξενύχτησε κλαίγοντας.
2 Παραπονιούνταν ενάντια στο Μωυσή και στον Ααρών, και τους έλεγαν: «Μακάρι να ’χαμε πεθάνει στην Αίγυπτο ή σ’ αυτήν εδώ την έρημο.
3 Γιατί μας έφερε ο Κύριος σ’ αυτή τη χώρα; Για να σκοτωθούμε στον πόλεμο; Για να αιχμαλωτιστούν οι γυναίκες μας και τα παιδιά μας; Καλύτερα να γυρίσουμε στην Αίγυπτο!»
4 Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ελάτε να ορίσουμε έναν αρχηγό και να γυρίσουμε πίσω στην Αίγυπτο».
5 Τότε ο Μωυσής κι ο Ααρών έπεσαν με το πρόσωπό τους στη γη, μπροστά σ’ όλη την κοινότητα των Ισραηλιτών, που είχε συναχθεί εκεί.
6 Ο Ιησούς, γιος του Ναυή κι ο Χάλεβ, ο γιος του Ιεφοννή, που ήταν από τους εξερευνητές που κατασκόπευσαν τη χώρα, έσκισαν τα ρούχα τους απ’ την απόγνωση,
7 και είπαν στην κοινότητα: «Η χώρα που πήγαμε να εξερευνήσουμε είναι μια θαυμάσια χώρα.