1 Οι Ισραηλίτες έφυγαν από ’κει και κατασκήνωσαν στις στέπες της Μωάβ, πέρα από τον Ιορδάνη, απέναντι από την Ιεριχώ.
2 Ο Βαλάκ, γιος του Σιππώρ, που εκείνη την εποχή ήταν βασιλιάς των Μωαβιτών, έμαθε αυτά που είχαν κάνει οι Ισραηλίτες στους Αμορραίους.
3 Φοβήθηκαν, λοιπόν, πολύ οι Μωαβίτες το λαό του Ισραήλ, που ήταν τόσο πολυάριθμος,
4 και είπαν στους αρχηγούς των Μαδιανιτών: «Τώρα το πλήθος αυτό θα καταστρέψει τα πάντα γύρω μας, όπως τα βόδια κατατρώνε το χορτάρι στα χωράφια».
5 Έτσι ο βασιλιάς Βαλάκ έστειλε αγγελιοφόρους στο Βαλαάμ, γιο του Βεώρ, στην Πεθόρ, κοντά στον Ευφράτη ποταμό, στη χώρα των Αμοβιτών, με το ακόλουθο μήνυμα: «Ένας λαός που βγήκε από την Αίγυπτο, πλημμύρισε την περιοχή μας και έχει εγκατασταθεί απέναντί μου.
6 Έλα τώρα λοιπόν να καταραστείς για χάρη μου το λαό αυτό, γιατί είναι ισχυρότερος από μένα. Ίσως έτσι μπορέσω να τον νικήσω και να τον διώξω από τη χώρα. Εγώ ξέρω ότι όποιον εσύ ευλογείς είναι ευλογημένος και όποιον καταριέσαι είναι καταραμένος».