7 Ο Βαλαάμ τότε άρχισε να απαγγέλλει αυτόν το χρησμό:«Απ’ την Αράμ με έφερε ο Βαλάκ,ο βασιλιάς της Μωάβ,απ’ τα βουνά της Ανατολής.“Έλα”, μού είπε,“δώσ’ την κατάρα σου για χάρη μου στον Ιακώβ,έλα κι αναθεμάτισε τον Ισραήλ”.
8 Πώς να καταραστώ αυτούς,που δεν τους καταριέται ο Θεός;Πώς ν’ αναθεματίσω εκείνους,που δεν τους αναθεματίζει ο Κύριος;
9 Τους βλέπω από τις κορφές των βράχωναπ’ τα ψηλώματα των λόφων τούς διακρίνω.Είναι λαός που ζει μονάχος τουκαι που στα έθνη δεν ανήκει.
10 Ποιος μπορεί ν’ αριθμήσει τον Ιακώβ;Ποιος να μετρήσει τον πολυάριθμο Ισραήλ;Μακάρι κι εγώ σαν αυτούς τους δίκαιους να πεθάνω!Το τέλος μου σαν το δικό τους να είναι!»
11 Τότε είπε ο Βαλάκ στο Βαλαάμ: «Τι μου κάνεις! Εγώ σε πήρα να καταραστείς τους εχθρούς μου, κι εσύ τους ευλόγησες».
12 Ο Βαλαάμ απάντησε: «Δεν έπρεπε να πω αυτό που έβαλε ο Κύριος στο στόμα μου;»
13 Τότε του είπε ο Βαλάκ: «Έλα τώρα μαζί μου σ’ ένα άλλο σημείο, από όπου θα μπορείς να βλέπεις μόνο ένα τμήμα τους, όχι όλους. Από ’κει να τους καταραστείς για χάρη μου».