8 Πώς να καταραστώ αυτούς,που δεν τους καταριέται ο Θεός;Πώς ν’ αναθεματίσω εκείνους,που δεν τους αναθεματίζει ο Κύριος;
9 Τους βλέπω από τις κορφές των βράχωναπ’ τα ψηλώματα των λόφων τούς διακρίνω.Είναι λαός που ζει μονάχος τουκαι που στα έθνη δεν ανήκει.
10 Ποιος μπορεί ν’ αριθμήσει τον Ιακώβ;Ποιος να μετρήσει τον πολυάριθμο Ισραήλ;Μακάρι κι εγώ σαν αυτούς τους δίκαιους να πεθάνω!Το τέλος μου σαν το δικό τους να είναι!»
11 Τότε είπε ο Βαλάκ στο Βαλαάμ: «Τι μου κάνεις! Εγώ σε πήρα να καταραστείς τους εχθρούς μου, κι εσύ τους ευλόγησες».
12 Ο Βαλαάμ απάντησε: «Δεν έπρεπε να πω αυτό που έβαλε ο Κύριος στο στόμα μου;»
13 Τότε του είπε ο Βαλάκ: «Έλα τώρα μαζί μου σ’ ένα άλλο σημείο, από όπου θα μπορείς να βλέπεις μόνο ένα τμήμα τους, όχι όλους. Από ’κει να τους καταραστείς για χάρη μου».
14 Τον έφερε λοιπόν στα χωράφια Ζωφίμ, στην κορυφή Φασγά. Εκεί έχτισε πάλι εφτά θυσιαστήρια και θυσίασε από ένα μοσχάρι κι ένα κριάρι σε κάθε θυσιαστήριο.