1 Ο Βαλαάμ είδε ότι ο Κύριος ήθελε να ευλογήσει τον Ισραήλ, και δεν πήγε, όπως προηγουμένως, να αναζητήσει μαντεία, αλλά πήγε προς στην έρημο.
2 Γύρισε τη ματιά του και είδε το λαό του Ισραήλ που είχε κατασκηνώσει κατά φυλές. Τότε ήρθε πάνω του το Πνεύμα του Θεού,
3 κι άρχισε να απαγγέλλει αυτον το χρησμό:«Λόγος του Βαλαάμ, γιου του Βεώρ,λόγος του ανθρώπου,που έχει ανοιχτά τα μάτια του.
4 Λόγος αυτού που ακούει τα λόγια του Θεού,που βλέπει οράματα του Παντοδύναμου,και που όταν πέφτει σ’ έκσταση,τα μάτια του ανοίγονται.