10 Τότε ο Βαλάκ οργίστηκε εναντίον του Βαλαάμ κι άρχισε να χτυπάει τις γροθιές του. «Σε κάλεσα για να καταραστείς τους εχθρούς μου», του φώναζε, «κι εσύ, αντίθετα, τρεις φορές τους ευλόγησες πλουσιοπάροχα.
11 Φύγε, λοιπόν, τώρα και πήγαινε στον τόπο σου. Είχα σκεφτεί να σε τιμήσω πάρα πολύ, αλλά ο Κύριος σου στέρησε τις τιμές».
12 Ο Βαλαάμ απάντησε: «Εγώ είπα στους αγγελιοφόρους που μου έστειλες,
13 ότι κι αν ακόμα ο Βαλάκ μου δώσει το σπίτι του γεμάτο ασήμι και χρυσάφι, δε θα μπορέσω να παραβώ τη διαταγή του Κυρίου και να κάνω από μόνος μου καλό ή κακό· θα πω μόνο ό,τι μου πει ο Κύριος».
14 «Τώρα λοιπόν εγώ γυρίζω στο λαό μου. Έλα όμως να σου αποκαλύψω τι θα κάνει στο μέλλον ο λαός αυτός στο λαό σου».
15 Τότε ο Βαλαάμ άρχισε ν’ απαγγέλλει αυτόν το χρησμό:«Λόγος του Βαλαάμ, γιου του Βεώρ,λόγος του ανθρώπου, που έχει ανοιχτά τα μάτια του.
16 Λόγος εκείνου που ακούει τα λόγια του Θεούκαι που τις σκέψεις του Υψίστου τις γνωρίζει·που βλέπει οράματα του Παντοδύναμου,και που όταν πέφτει σ’ έκστασητα μάτια του ανοίγονται.