7 Τρέχει νερό από τους κάδους τουςτους σπόρους τους φυτεύουν σε καλοποτισμένη γη.Πιο δυνατός κι απ’ τον Αγάγ ο βασιλιάς τουςκαι ισχυρή θα είναι η βασιλεία του.
8 Από την Αίγυπτο τους έβγαλε ο Θεός·για κείνους πολεμάει με δύναμη αγριόταυρου.Αυτός ο λαός τα εχθρικά του έθνητα κάνει μια μπουκιά·σπάζει τα κόκαλά τους,τα βέλη τους συντρίβει.
9 Ξαπλώνει κι αναπαύεται σαν το λιοντάρικαι σαν το λιονταρόπουλο·να τον ξυπνήσει ποιος τολμά;Ας είν’ ευλογημένος όποιος σε ευλογεί,κι όποιος σε καταριέται, καταραμένος να ’ναι».
10 Τότε ο Βαλάκ οργίστηκε εναντίον του Βαλαάμ κι άρχισε να χτυπάει τις γροθιές του. «Σε κάλεσα για να καταραστείς τους εχθρούς μου», του φώναζε, «κι εσύ, αντίθετα, τρεις φορές τους ευλόγησες πλουσιοπάροχα.
11 Φύγε, λοιπόν, τώρα και πήγαινε στον τόπο σου. Είχα σκεφτεί να σε τιμήσω πάρα πολύ, αλλά ο Κύριος σου στέρησε τις τιμές».
12 Ο Βαλαάμ απάντησε: «Εγώ είπα στους αγγελιοφόρους που μου έστειλες,
13 ότι κι αν ακόμα ο Βαλάκ μου δώσει το σπίτι του γεμάτο ασήμι και χρυσάφι, δε θα μπορέσω να παραβώ τη διαταγή του Κυρίου και να κάνω από μόνος μου καλό ή κακό· θα πω μόνο ό,τι μου πει ο Κύριος».