3 Με συναπάντησαν οι φύλακεςπου τριγυρνάνε μες στην πόλη.«Είδατε τον αγαπημένο μου;» τους ρώτησα.
4 Μόλις τους είχα προσπεράσεικαι βρήκα κείνον που αγαπώ.Τον άδραξα και δε θα τον αφήσωώσπου στης μάνας μου το σπίτι να τον φέρω,στον κοιτώνα εκείνης που με γέννησε.
5 Σας εξορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ,σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος,μην την ταράξτε, μην αναστατώστε την αγάπη μαςώσπου μονάχη της να το θελήσει.
6 Τι να ’ναι τούτο που ανεβαίνει από την έρημο;Μοιάζει κολόνα από καπνόμες σε θυμίαμα από σμύρνα και λιβάνικι όλες τις σκόνες τις εξωτικές.
7 Να το ανάκλιντρο του Σολομώντα.Εξήντα ρωμαλέοι άντρες τριγύρω τουαπ’ τους πολέμαρχους του Ισραήλ.
8 Κρατούν όλοι τους ξίφος,μαθημένοι είναι να μάχονται·είναι καθένας τους ζωσμένος το σπαθίμην τύχει αιφνίδιο νυχτερινό επεισόδιο.
9 Ο βασιλιάς ο Σολομών έφτιαξετο θρόνο του το φορητό με ξύλα του Λιβάνου.