1 Ο Ολοφέρνης είπε στην Ιουδίθ: «Πάρε θάρρος, καλή μου, και μη φοβάσαι. Εγώ ποτέ δεν έβλαψα κανέναν που αποφάσισε να υπηρετεί το Ναβουχοδονόσορ, το βασιλιά όλης της γης.
2 Ούτε και τώρα θα κήρυττα τον πόλεμο στο λαό σου, αν δεν με πρόσβαλλαν πάνω ’κει στα βουνά που κατοικούν. Ζημιώνουν όμως οι ίδιοι τους εαυτούς τους.
3 Πες μου όμως τώρα για ποιον λόγο έφυγες από αυτούς και ήρθες σ’ εμάς; Ασφαλώς ήρθες για να γλιτώσεις. Μη φοβάσαι. Εδώ είσαι ασφαλής απόψε και για πάντα.
4 Κανείς δε θα σου κάνει κακό· θα σου φερθούν όλοι καλά, όπως αξίζει στους δούλους του κυρίου μου, του βασιλιά Ναβουχοδονόσορ».
5 Η Ιουδίθ απάντησε:«Επίτρεψε, κύριέ μου, να σου μιλήσω εγώ, η δούλη σου. Δε θα σου πω απόψε παρά μόνο την αλήθεια.