1 Η Ιουδίθ τραγουδούσε κι εκείνη:«Εμπρός να δοξάσετε όλοι τον Κύριο,με τύμπανα ύμνους υψώστε σ’ εκείνον·ψαλμούς στο Θεό μου με κύμβαλα ηχήστε,και πάντα ζητάτε βοήθεια απ’ αυτόν.
2 Ο Κύριος νικάει παντού στους πολέμους!Με γλίτωσε απ’ των διωκτών μου τα χέριακαι μ’ έφερε εδώ στο λαό του κοντά.
3 »Δεκάδες χιλιάδες στρατός οι Ασσύριοικατέβηκαν απ’ τα βουνά του βορρά,ποτάμια στερέψανε στο πέρασμά τους,οι ιππείς τους καλύψαν πλαγιές και βουνά.
4 »Ορμούν απειλώντας να κάψουν τη γη μας,να σφάξουν παρθένες, αγόρια και βρέφη,ν’ αρπάξουν τα νήπια στην ξενιτιά.
5 »Μα ο Κύριος, ο παντοδύναμος Κύριος,με χέρι γυναίκας τους σύντριψε όλους.
6 »Δε σκότωσαν νέοι το μέγα στρατάρχη,δεν του επιτεθήκαν τιτάνες, γιγάντοι,της Ιουδίθ, κόρης του Μεραρή, η ομορφιάπαρέλυσε τη δύναμη του ισχυρού.
7 »Τα πένθιμα ρούχα βγάζει της χήρας,κι αρώματα βάζει, πολύτιμα μύρα,για να δοξαστεί ο λαός του Ισραήλ.
8 Κορδέλα φορεί στα μαλλιά, στο κεφάλι,φορέματα βάζει λινά, ελκυστικά.
9 »Τα μάτια του αυτός ρίχνει στα σάνδαλά της,του πήρε το νου του η ομορφιά της,το ξίφος τού σφάζει με μιας το λαιμό.
10 »Τους Πέρσες τούς τρόμαξε η τόλμη της κόρης,τους Μήδους τούς τάραξε το θάρρος της.
11 »Τότε αλαλάξαν οι ταπεινωμένοι,κι οι εχθροί τους φωνάζοντας φεύγαν’ σκιαγμένοι·τους τρόμαξ’ ο φοβισμένος λαός μου.
12 »Απόγονοι σκλάβων και κατατρεγμένωντη δύναμη σπάσαμε μύριων εχθρών μας·ξοπίσω τους τρέξαμε που υποχωρούσαν,στρατός του Κυρίου μου τους νίκησε πια!
13 »Θα ψάλω καινούριο στο Θεό μου τραγούδι:Κύριε είσαι μέγας και δοξασμένος,αξιοθαύμαστη η δύναμή σου,κι ακατανίκητος παντοτινά.
14 »Ας σε υπηρετούν όλα τα πλάσματά σου,εσύ είπες κι ήρθαν στην ύπαρξη ετούτη.Χτιστήκαν με τη ζωογόνα πνοή σου,στο λόγο σου ποιος ν’ αντιστέκει μπορεί;
15 »Συθέμελα τα όρη κι οι θάλασσες τρέμουν,μπροστά σου σαν κέρινοι λιώνουν οι βράχοι.Μα αυτοί που σε σέβονται χάρη θα βρουν.
16 »Ασήμαντες είναι οι ευωδιαστές θυσίες,το λίπος από τ’ ολοκαύτωμα λίγο·μα κείνος που εσένα, τον Κύριο, λογάειμεγάλος θα είναι για πάντα αυτός.
17 »Τα έθνη που ενάντια ξεσπούν στο λαό μουαλίμονο, ο Κύριος θα τα τιμωρήσει!Τη μέρα της κρίσης ο Παντοδύναμοςφωτιά θα τους στείλει, σκουλήκια στη σάρκα τους,θα κλαίνε τον πόνο τους παντοτινά».
18 Όταν η πομπή έφτασε στην Ιερουσαλήμ, προσκύνησαν όλοι το Θεό κι όταν εξαγνίστηκε ο ναός πρόσφεραν ολοκαυτώματα, τάματα και δώρα.
19 Η Ιουδίθ αφιέρωσε στο ναό, δώρο στο Θεό, όλα τα αντικείμενα του Ολοφέρνη, που της είχε χαρίσει ο λαός, μέχρι και την κουνουπιέρα που είχε πάρει η ίδια από τη σκηνή του.
20 Τρεις μήνες πανηγύριζε ο λαός στην Ιερουσαλήμ γύρω από το ναό κι ήταν και η Ιουδίθ μαζί τους.
21 Όταν τελείωσαν οι γιορτές, γύρισαν όλοι στα σπίτια τους. Η Ιουδίθ πήγε πίσω, στη Βαιτυλούα κι έζησε κοντά στην περιουσία της τιμημένη απ’ όλο το λαό την υπόλοιπη ζωή της.
22 Πολλοί άντρες τη ζήτησαν σε γάμο, αλλά εκείνη δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ από τότε που πέθανε ο άντρας της ο Μανασσής.
23-24 Έζησε στο σπίτι που της άφησε ο άντρας της κι έφτασε σε βαθιά γεράματα, σε ηλικία εκατόν πέντε ετών. Πριν πεθάνει μοίρασε την περιουσία της στους συγγενείς του άντρα της του Μανασσή και στους δικούς της και ελευθέρωσε τη δούλη της. Πέθανε στη Βαιτυλούα και την έθαψαν στη σπηλιά που είχαν θάψει και τον άντρα της. Οι Ισραηλίτες την πένθησαν εφτά μέρες.
25 Όσο ζούσε η Ιουδίθ και για πολύν καιρό μετά το θάνατό της, κανείς δεν τολμούσε να απειλήσει τους Ισραηλίτες.