1-2 Την επομένη, ο Ολοφέρνης συγκέντρωσε όλο το στρατό του, μαζί με τις βοηθητικές δυνάμεις, για να πολεμήσει εναντίον των Ισραηλιτών. Ήταν ένας πολυάριθμος στρατός πολεμιστών, που τον αποτελούσαν εκατόν εβδομήντα χιλιάδες πεζοί και δώδεκα χιλιάδες ιππείς, εκτός από τα μεταγωγικά ζώα και τους άντρες που τα οδηγούσαν πεζοί. Τους διέταξε να βαδίσουν προς τη Βαιτυλούα, να αποκλείσουν πρώτα τα ορεινά περάσματα και μετά να επιτεθούν στους Ισραηλίτες.
3 Ξεκίνησαν λοιπόν και στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα κοντά στη νεροπηγή. Κατασκήνωσαν σ’ όλο το πλάτος από τη Δωθαΐμ μέχρι τη Βελβαΐμ και κατά μήκος από τη Βαιτυλούα μέχρι την Κυαμώνα, που βλέπει στην κοιλάδα της Εσδρηλών.
4 Όταν οι Ισραηλίτες είδαν όλο αυτό το πλήθος, αναστατώθηκαν φοβερά και είπαν μεταξύ τους: «Τώρα όλοι αυτοί θα γλείψουν την επιφάνεια της γης και ούτε τα ψηλά βουνά ούτε τα φαράγγια ούτε όλοι οι λόφοι μαζί δε θα μπορέσουν να τους θρέψουν».
5 Πήραν όμως ο καθένας τα όπλα τους, άναψαν φωτιές στους πύργους τους κι έμειναν εκεί να φυλάνε όλη τη νύχτα.
6 Τη δεύτερη μέρα ο Ολοφέρνης έφερε όλο το ιππικό του σε θέση που να το βλέπουν οι Ισραηλίτες από τη Βαιτυλούα.
7 Έψαξε για τους δρόμους που οδηγούσαν στην πόλη τους, βρήκε τις πηγές του νερού και τις κατέλαβε. Εγκατέστησε σ’ αυτές φρουρές κι ο ίδιος γύρισε πίσω στο στρατόπεδο.
8 Οι στρατηγοί των Ιδουμαίων, των Μωαβιτών και των παραλίων της Μεσογείου ήρθαν στον Ολοφέρνη και του είπαν:
9 «Άκουσε, κύριέ μας, αυτό που θα σου πούμε, για να μη συμβεί στο στρατό σου καμιά συμφορά:
10 Ο λαός αυτός των Ισραηλιτών δεν στηρίζονται στα δόρατά τους αλλά στα ψηλά βουνά τους όπου κατοικούν· δεν είναι εύκολο ν’ ανέβει κανείς στις κορφές αυτών των βουνών.
11 Αν λοιπόν, κύριέ μας, δε θέλεις να σκοτωθεί κανείς από τους άντρες σου, μην τους επιτεθείς σε τακτική παράταξη μάχης.
12 Μείνε στο στρατόπεδο με το στρατό σου και λίγοι άντρες σου να καταλάβουν την πηγή του νερού στους πρόποδες του βουνού,
13 γιατί από ’κει έρχονται και παίρνουν νερό οι κάτοικοι της Βαιτυλούας. Έτσι θα πεθάνουν από τη δίψα και θα σου παραδώσουν την πόλη τους. Στο μεταξύ, εμείς θα έχουμε ανέβει με το στρατό μας στις πλησιέστερες κορυφές των βουνών και θα παραφυλάμε εκεί να μη βγει κανείς τους από την πόλη.
14 Θα εξαντληθούν από την πείνα αυτοί, οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους, πριν επιτεθούμε στην πόλη και τους σκοτώσουμε.
15 Κι αυτή θα είναι μια σκληρή τιμωρία εκ μέρους σου για την αντίσταση που σου πρόβαλαν και δε σου παραδόθηκαν ούτε ζήτησαν να κάνουν συνθήκη ειρήνης μαζί σου».
16 Οι προτάσεις αυτές άρεσαν στον Ολοφέρνη και στους αξιωματούχους του κι αποφάσισε να τις βάλει σ’ εφαρμογή.
17 Ο στρατός λοιπόν των Αμμωνιτών και μαζί τους πέντε χιλιάδες Ασσύριοι πήγαν και στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα και κατέλαβαν τις πηγές απ’ όπου οι Ισραηλίτες προμηθεύονταν νερό.
18 Οι Ιδουμαίοι και οι Αμμωνίτες ανέβηκαν και στρατοπέδευσαν στην ορεινή περιοχή, απέναντι από την πόλη Δωθαΐμ. Μερικούς από τους άντρες τους τους έστειλαν προς τα νότια και προς τα ανατολικά, απέναντι από την πόλη Εγρεβήλ, κοντά στη Χους, στον ξεροπόταμο Μοχμούρ. Ο υπόλοιπος στρατός των Ασσυρίων στρατοπέδευσε στην πεδιάδα και απλώθηκαν σ’ όλη την περιοχή, γιατί οι σκηνές τους και οι αποσκευές τους ήταν αναρίθμητες.
19 Τότε οι Ισραηλίτες προσευχήθηκαν στον Κύριο το Θεό τους. Είχαν λιποψυχήσει, γιατί οι εχθροί τους τους είχαν περικυκλώσει και δεν υπήρχε δυνατότητα διαφυγής.
20 Όλος ο στρατός των Ασσυρίων, δηλαδή το πεζικό, οι άμαξες και το ιππικό, τούς πολιορκούσε τριάντα τέσσερις μέρες. Στα σπίτια της Βαιτυλούα όλα τα δοχεία νερού είχαν αδειάσει.
21 Στέρεψαν οι στέρνες και το νερό τούς το ’διναν με μέτρο. Αλλά δεν έφτανε ούτε για τις ανάγκες μιας μέρας.
22 Τα μωρά τους άρχισαν να εξαντλούνται. Γυναίκες κι άντρες έπεφταν λιπόθυμοι στους δρόμους της πόλης και στα περάσματα των πυλών. Είχαν χάσει πια κάθε δύναμη.
23 Τότε όλος ο λαός, άντρες, γυναίκες και παιδιά συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Οζία και τους άρχοντες της πόλης κι άρχισαν να διαμαρτύρονται ενώπιον των πρεσβυτέρων:
24 «Ο Θεός να σας τιμωρήσει για το κακό που μας κάνατε να μη συζητήσετε για ειρήνη με τους Ασσυρίους.
25 Τώρα δεν υπάρχει κανείς να μας βοηθήσει. Ο Θεός μάς παρέδωσε στην εξουσία τους να πεθάνουμε μπροστά στα μάτια τους από τη δίψα.
26 Καλέστε λοιπόν τώρα τους Ασσυρίους και παραδώστε τους την πόλη να τη λεηλατήσει ο Ολοφέρνης με το στρατό του.
27 Καλύτερα να μας πάρουν αιχμαλώτους. Θα γίνουμε δούλοι αλλά τουλάχιστο θα ζήσουμε· δε θα αργοπεθαίνουν τα μωρά μας, οι γυναίκες μας και τα παιδιά μας μπροστά στα μάτια μας.
28 Ας είναι μάρτυρες εναντίον σας ο ουρανός και η γη, και ο Θεός μας, ο Κύριος των προγόνων μας. Αυτός μας τιμωρεί για τις δικές μας αμαρτίες και των προγόνων μας. Ας μη φέρει πάνω μας σήμερα τον τρομερό θάνατο που έχει προαναγγείλει εναντίον μας!»
29 Έκλαψαν τότε όλοι μαζί με δυνατές κραυγές και προσευχήθηκαν στον Κύριο το Θεό.
30 Μετά ο Οζίας τους είπε: «Πάρτε θάρρος, αδέρφια, κι ας περιμένουμε ακόμα πέντε μέρες. Μπορεί στο μεταξύ ο Κύριος ο Θεός μας να ξαναδείξει σ’ εμάς το έλεός του. Δε θα μας εγκαταλείψει τελείως.
31 Αν όμως περάσουν αυτές οι μέρες και δε μας στείλει τη βοήθειά του, τότε θα κάνω ό,τι μου είπατε».
32 Έτσι ο Οζίας απέλυσε το λαό και πήγαν ο καθένας στις θέσεις τους πάνω στα τείχη και στους πύργους της πόλης. Οι γυναίκες και τα παιδιά πήγαν στα σπίτια τους. Το ηθικό σ’ όλη την πόλη ήταν πολύ πεσμένο.