11 Σκεφτόμουνα πως ποτέ πιαδε θα ’βλεπα τον Κύριο στων ζωντανών τη χώραούτε κανέναν άνθρωπο απ’ όσους σ’ αυτό τον κόσμο κατοικούν.
12 Κόπηκε απ’ το στήριγμά της η ζωή μουμακριά μου έφυγε καθώς σκηνή βοσκού·ειν’ η ζωή μου σαν το υφαντόπου στου αργαλειού τυλίχτηκε τον κύλινδροκι ο υφαντής τού κόβει τα στημόνια.Απ’ το πρωί ως το δειλινόθα μ’ έχεις πια αποτελειώσει, Κύριε.
13 Το πρωί ένιωθα πως είχα τσακιστεί.Σάμπως λιοντάρι ο Κύριος συντρίβει τα οστά μου·απ’ το πρωί ως το δειλινόνιώθω το τέλος μου να πλησιάζει.
14 Κραυγές αφήνω πόνου σαν το χελιδόνι,και σαν το περιστέρι στεναγμούς·τα μάτια μου κουράστηκανστον ουρανό να βλέπω.Κύριε, βρίσκομαι σε απόγνωση· γίνε μου εσύ βοηθός.
15 Τι να πω εγώ;Εκείνος το ’πε και το εκτέλεσε·σ’ όλη μου τη ζωή θα ζωμε πίκρα στην ψυχή μου.
16 Για σένα, Κύριε, θα ζήσει η καρδιά μουκαι θα ζωογονηθεί το πνεύμα μου·θεράπευσέ με,φέρε με πάλι στη ζωή.
17 Η πίκρα μου θα γίνει ευτυχία.Εσύ λύτρωσες τη ζωή μου από το λάκκο της καταστροφής,γιατί έριξες πίσω σου όλες τις αμαρτίες μου.