3 Και μου είπε: «Εσύ είσαι ο δούλος μου, Ισραήλ, τη δόξα μου μ’ εσένα θα τη φανερώσω».
4 Εγώ έκανα τη σκέψη πως άδικα κουράστηκα, μάταια και ανώφελα εξάντλησα τη δύναμή μου. Κι όμως το δίκιο μου ο Κύριος το έχει εγγυηθεί, στο χέρι του ο Θεός μου κρατάει το μισθό μου.
5 Και τώρα ο Κύριος μιλάει, αυτός που μ’ έπλασε απ’ την κοιλιά της μάνας μου για να γίνω δούλος του, να ξαναφέρω σ’ αυτόν τους απογόνους του Ιακώβ, να συνάξω μπροστά του το λαό του Ισραήλ. Ο Κύριος με ανέδειξε· έγινε ο Θεός μου δύναμή μου.
6 Και μου είπε: «Δεν είναι δα και τίποτε να είσαι δούλος μου για ν’ ανορθώσεις μόνο τις φυλές του Ιακώβ και να ξαναφέρεις αυτούς από τον Ισραήλ που διασώθηκαν. Γι’ αυτό εγώ θα σε κάνω φως και για τα άλλα έθνη, ώστε να φτάσει η σωτηρία μου στα πέρατα της γης.
7 Λέει ο Κύριος, ο λυτρωτής του Ισραήλ, ο Άγιος Θεός του, σ’ εκείνον που τον περιφρονούν οι άνθρωποι και που τον αποστρέφονται τα έθνη, που έχει γίνει δούλος των τυράννων: «Οι βασιλιάδες όταν σε δουν θα σηκωθούν με σεβασμό, το ίδιο κι οι ηγεμόνες θα σε προσκυνήσουν τιμώντας τον Κύριο που σε διάλεξε, τον Άγιο του Ισραήλ, που κράτησε την υπόσχεσή του».
8 Ο Κύριος λέει: «Όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός θα ικανοποιήσω την επιθυμία σου, της σωτηρίας τη μέρα θα σε βοηθήσω. Θα σε διαφυλάξω και θα σε κάνω εγγυητή της διαθήκης μου με τους ανθρώπους. Τη χώρα θ’ ανορθώσεις και θα ξαναμοιράσεις εγκαταλειμμένες κληρονομιές.
9 Θα πω στους αιχμαλώτους: “βγείτε στην ελευθερία” και σ’ όσους στο σκοτάδι βρίσκονται: “ελάτε έξω στο φως”. Στους δρόμους θα βοσκήσουν κι ακόμα όλοι οι λόφοι οι γυμνοί θα ’ναι λειμώνας τους.