2 Το ’σκαψα, απ’ τα λιθάρια το καθάρισακι όλο το φύτεψα κλήματα εκλεκτά.Στη μέση του έχτισα έναν πύργοκαι πατητήρι τού ’φτιαξα.Και πρόσμενα να κάνει ωραία σταφύλια,μα κείνο έκανε ξινοστάφυλα.
3 Κρίνετε, λοιπόν, τώρα εσείς,κάτοικοι της Ιερουσαλήμκαι ο λαός του Ιούδα,ανάμεσα σ’ εμένα και στο αμπέλι μου.
4 Τι θα μπορούσα ακόμα να ’χα κάνειγι’ αυτό το αμπέλι μουκαι δεν το έκανα;Ενώ περίμενα πως θα ’κανε ωραία σταφύλια,γιατί να κάνει ξινοστάφυλα;
5 Τώρα, λοιπόν, θα σας το πωτι πρόκειται στο αμπέλι μου να κάνω:Το φράχτη του θα βγάλωνα μπούνε ζωντανά να το βοσκήσουνε·τον τοίχο του θα τον γκρεμίσωώστε να ποδοπατηθεί.
6 Θα το αφήσω ν’ αγριέψει·ούτε θα κλαδευτεί ούτε θα σκαφτεί.Θ’ αφήσω να φυτρώσουν μέσα εκείαγκάθια και τριβόλιακαι θα προστάξω ως και τα σύννεφαπάνω του να μη ρίξουνε βροχή.
7 Λαέ του Ισραήλ, εσείς είστε τ’ αμπέλι,που ανήκει στον Κύριο του σύμπαντοςκι εσείς του Ιούδα ο λαόςείστε η φυτεία του η αγαπημένη.Περίμενε από σας αγαθοεργίεςμα να, τώρα παντού αιματοχυσίες·περίμενε ν’ ασκείτε δικαιοσύνημα να, κραυγές για τ’ άδικο κι οδύνη.
8 Αλίμονο σ’ εκείνους που προσθέτουν στο σπίτι τους κι άλλο σπίτι κι ενώνουνε χωράφι με χωράφι, έτσι που πια να μην υπάρχει τόπος για άλλους κι αυτοί να μείνουνε οι μοναδικοί της χώρας κάτοχοι!