7 Μ’ αυτό άγγιξε το στόμα μου και είπε: «Κοίτα, αυτό άγγιξε τα χείλη σου κι η ανομία σου εξαλείφθηκε· η αμαρτία σου έχει συγχωρηθεί».
8 Έπειτα άκουσα το Θεό να λέει: «Ποιον να στείλω; ποιος θέλει να γίνει ο αγγελιοφόρος μας;» Κι εγώ είπα: «Ορίστε, στείλε εμένα!»
9 Και απάντησε: «Πήγαινε και πες σ’ αυτόν το λαό: “θ’ ακούτε μα δεν θα καταλαβαίνετε. Θα βλέπετε, μα δεν θα εννοείτε!”
10 Κάνε τον να μην καταλαβαίνει, να μην ακούει και να μη βλέπει. Έτσι τυφλοί, κουφοί κι ανόητοι δεν θα επιστρέψουν και δε θα βρουν γιατρειά».
11 «Ως πότε, Κύριε;» ρώτησα. Κι εκείνος απάντησε: «Ωσότου ερημωθούν οι πόλεις και μείνουν ακατοίκητες, ωσότου αδειάσουνε τα σπίτια κι η χώρα μείνει έρημη,
12 ωσότου απομακρύνω τους ανθρώπους κι η χώρα γίνει μια τεράστια έρημος.
13 Κι αν μείνει εκεί κάποιο υπόλοιπο, ακόμα κι ένα δέκατο απ’ τους κατοίκους, με τη σειρά τους κι αυτοί θ’ αφανιστούν, σαν τη τερέβινθο και τη βαλανιδιά, που όταν τις κόβουν μονάχα ένας κορμός τούς απομένει». Απ’ τον κορμό αυτό, όμως, θα γίνει μια νέα αρχή.