1 Ο Κύριος λέει: «Έτοιμος ήμουν ν’ απαντήσω, αλλά κανείς δε με ρωτούσε· πάντα μπορούσαν να με βρουν, αλλά κανείς δεν έψαχνε για μένα. Έλεγα, “εδώ είμαι, σας ακούω!” Μα σ’ ένα έθνος το ’λεγα που δε μ’ επικαλέστηκε ποτέ του.
2 Τα χέρια μου όλη τη μέρα άπλωνα σ’ ένα λαό αποστάτη, που κακό δρόμο ακολουθεί και που τον σέρνουν οι επιθυμίες του·
3 σ’ ένα λαό που συνεχώς αδιάντροπα με προκαλεί, στους κήπους μέσα τις θυσίες του προσφέρει, σε κεραμίδια πάνω καίει το θυμίαμα·
4 σε ανθρώπους που στα μνήματα περνούν τη μέρα τους και διανυκτερεύουν στις σπηλιές, τρώνε το κρέας το χοιρινό και είναι μολυσμένα από τα φαγητά των θυσιών τα σκεύη τους·
5 σ’ αυτούς που λένε, “φύγε από κοντά μου, μη μ’ αγγίζεις, γιατί είμαι άγιος!”»Αυτοί μου ανάβουν το θυμό και καίει όλη τη μέρα σαν φωτιά.
6 Νάτο, το ’χω γραμμένο εδώ μπροστά μου: “δε θα σωπάσω πριν να τιμωρήσω