1 Τον καιρό που βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Άχαζ, γιος του Ιωθάμ κι εγγονός του Ουζζία, βγήκαν ο Ρεσίν, βασιλιάς της Συρίας και ο Φεκάχ, γιος του Ρεμαλία και βασιλιάς του Ισραήλ, για να πολεμήσουν κατά της Ιερουσαλήμ, αλλά δεν μπόρεσαν να την κυριέψουν.
2 Όταν έφεραν το μήνυμα στο βασιλιά του Ιούδα ότι οι Σύριοι συμμάχησαν με τη φυλή Εφραΐμ, αυτός και ο λαός του ταράχτηκαν, όπως ταρακουνιούνται τα δέντρα στο δάσος από τον άνεμο.
3 Τότε είπε ο Κύριος στον Ησαΐα: «Σήκω και πήγαινε να βρεις το βασιλιά Άχαζ, εσύ και ο γιος σου ο Σεάρ-Ιασούβ, στην άκρη του υδραγωγού τής πάνω δεξαμενής, στο δρόμο του αγρού του Λευκαντή.
4 Πες του: “πρόσεξε! Μείνε ήσυχος· μη φοβηθείς, μη δειλιάσεις από τους δυο αυτούς δαυλούς που καπνίζουν, δηλαδή από την άγρια οργή του Ρεσίν και την οργή του γιου του Ρεμαλία.
5 Βέβαια, οι Σύριοι σκέφτηκαν μαζί με τους Εφραϊμίτες και το γιο του Ρεμαλία να σου κάνουν κακό. Είπαν: