16 Αν κάνω να σηκώσω το κεφάλι,σαν το λιοντάρι με κυνηγάςκαι με συνθλίβειςμε την περισσευούμενή σου δύναμη.
17 Έχεις πάντα εναντίον μου καινούριους μάρτυρες,η οργή σου πάνω μου ολοένα και πληθαίνει·μου επιτίθεσαι με νέες συμφορές.
18 »Γιατί απ’ τη μήτρα μ’ άφησες να βγω;Θα πέθαινα και δε θα μ’ είχε δειανθρώπου μάτι.
19 Θα ’τανε σαν να μην υπήρξα,κι απ’ τη κοιλιά στον τάφο μουθα ’χα μεταφερθεί.
20 Λίγη μου μένει πια ζωή.Πάρε από μένα τις ταλαιπωρίεςκι άσε με λίγη ανάπαυση να βρω,
21 πριν πάω εκεί απ’ όπου πια δε θα γυρίσω,στου σκοταδιού τη χώρα και της σκιάς,
22 στη χώρα όπου βαθύτατο σκοτάδι βασιλεύει και σύγχυση,όπου ακόμα και το φωςείναι σαν το σκοτάδι!»