1 Μετά μίλησε ο Βιλδάδ, ο Σουχίτης.
2 Ως πότε εσείς δε θα μιλάτε;Σκεφτείτε, ώστε να μιλήσουμε κι εμείς μετά.
3 Γιατί ο Ιώβ σαν ζώα να μας βλέπει;Μήπως κι εσείς θαρρείτεπως είμαστε ανόητοι;
4 Εσύ, Ιώβ, τον εαυτό σου μόνοβλάφτεις με τη μανία σου.Θέλεις ν’ αποδειχτεί το δίκιο σουακόμα κι όλη αν χρειαστεί να ερημωθεί η γη,να μετατοπιστούν οι βράχοι.
5 Είναι αλήθεια πως το φως σβήνει του ασεβήκι η φλόγα πια δε λάμπει στο παραγώνι του.
6 Η φλόγα της ζωής του λιγοστεύει στο λυχνάρικάτω απ’ τη στέγη του,όμοια τελειώνει κι η ευτυχία του.
7 Η άλλοτε σίγουρη περπατησιά του ταλαντεύεται,πάνω στα ίδια του τα σχέδια ο ασεβής σκοντάφτει.
8 Τα πόδια του τον φέρνουν μες σε δίχτυα,κι ίσια πηγαίνει μες στα βρόχια να πιαστεί.
9 Το δόκανο απ’ τη φτέρνα τον αρπάζεικαι τον κρατάει σφιχτά η θηλιά τον ασεβή.
10 Στη γη κρυμμένο είν’ το σκοινίπου θα τον πιάσεικαι στο στρατί του μια παγίδα τον καρτερεί.
11 Ολόγυρά του φόβοι τον τρομάζουνκαι καταπόδι τον κυνηγούν.
12 Αυτός, που ήταν δυνατός,τώρα είναι πεινασμένος·πλάι του στέκει η αθλιότητα.
13 Η αρρώστια φτάνει, του θανάτου η θυγατέρα,απάνω σ’ όλο θ’ απλωθεί το σώμα του ασεβήκαι θα του καταφάει το δέρμα και τα μέλη.
14 Απ’ του σπιτιού του θα διωχτεί τη σιγουριάγια να τον φέρουνε σ’ αυτόνπου κυβερνά τον κόσμο του θανάτου.
15 Άλλοι τώρα θα κατοικούν στο σπίτι του ασεβή,που δεν του ανήκει πια·θειάφι θα σκορπιστείπάνω στην κατοικία του.
16 Κάτω οι ρίζες του ξεραίνονται,πάνω πεθαίνουν τα κλαριά του.
17 Η θύμησή του χάνεται απ’ τη χώρα,το όνομά του δεν ακούγεταικαθόλου στην περιοχή.
18 Τον σπρώχνουν απ’ το φως μες στο σκοτάδικι από την οικουμένη έξωτον διώχνουνε τον ασεβή.
19 Συγγένεια δεν θα ’χει μέσα στο λαό του,ούτε κανείς θα του έχει μείνει απόγονοςστα μέρη που κατοίκησε.
20 Θα εκπλαγούν και θα τρομάξουν για τη μοίρα τουαπό τη δύση ως την ανατολή.
21 Αυτή ’ναι η μοίρα των ανόμων.Η ίδια και για τον καθέναπου η αδικία τον τραβάκαι που Θεό δε λογαριάζει.