1 Ο Ιώβ αποκρίθηκε:
2 Μ’ όλο που προσπαθώ τους στεναγμούς μου να τους πνίξω,δεν μπορώ στον εαυτό μουνα επιβληθώ.
3 Αχ, να ’ξερα το Θεό πού να τον βρωκαι πώς κοντά στο θρόνο τουνα φτάσω!
4 Τότε θα έφερνα το δίκιο μου μπροστά του,θα γέμιζα το στόμα μουμ’ επιχειρήματα.
5 Ήθελα να ’ξερα τι θα μουαποκρινόταν·να ’βλεπα σαν τι θα ’χε να μου πει.
6 Θα ’βαζε όλη του τη δύναμη να μ’ αντικρούσει;Όχι· μόνο θα μ’ άκουγε με προσοχή.
7 Ξεκάθαρα μαζί του θα μιλούσασαν κάποιος που είναι άμεμπτος·θα μου αναγνώριζε το δίκιο μουκι αυτός ακόμα,που ’ναι ο κριτής μου.
8 Αλλά πηγαίνω στην ανατολήκι αυτός δεν είν’ εκεί·στη δύση πάω, μα δεν τον βρίσκω.
9 Και τον γυρεύω στο βορρά, μα δεν μπορώ να τον ιδώ·γυρνώ στο νότοκαι δεν τον διακρίνω.
10 Κι όμως αυτός ξέρει το δρόμοπου βαδίζω εγώ·κι όταν με δοκιμάσει θα με βρεισαν καθαρό χρυσάφι.
11 Ακολουθώ πιστά τα βήματά του·τις εντολές του τήρησαχωρίς παρέκκλιση καμιά.
12 Δεν έφυγα μακριά απ’ τις προσταγές του·τα λόγια του μες την καρδιά μου τα ’κρυψα.
13 Ωστόσο αυτός, μονάχα αυτός αποφασίζει!Ποιος τάχα θα του αντιταχθεί;Αυτό που επιθυμεί, αυτό και κάνει.
14 Θα εκπληρώσει ό,τι αποφάσισε για μένακι ακόμα τόσα σχέδια που μου ’χει φυλαγμένα.
15 Γι’ αυτό με παραλύει η παρουσία τουκι όσο το συλλογίζομαιπιότερο τον φοβάμαι.
16 Ο Θεός μού πήρε την απαντοχή μου,η δύναμή του με τρομοκρατεί.
17 Αυτός μ’ εξουθενώνει, όχι το σκότος,κι ας είναι γύρω μου πυκνόκαι δεν μπορώ να δω.