1 Γιατί δεν καθορίζει ο Παντοδύναμος της κρίσης τον καιρό,ώστε οι δικοί του να τον δούνεπώς δικάζει;
2 Οι άδικοι μετακινούν τα σύνορατων χωραφιών,ξένα κοπάδια αρπάζουνεκαι στους δικούς τους κάμπουςτα βοσκάνε.
3 Παίρνουνε το γαϊδούρι απ’ τα ορφανά,από τη χήρα αρπάζουν γιαενέχυρο το βόδι.
4 Παραμερίζουν τους φτωχούς στο δρόμοκι όλους τους άπορους της χώραςτους αναγκάζουνε να καταχωνιαστούν.
5 Και να που οι άμοιροι, σαν τα γαϊδούρια τ’ άγρια,στην έρημο τραβούν απ’ την αυγή για να δουλέψουν,να βρουν τροφή.Και περιμένουν απ’ την έρημο να θρέψει τα παιδιά τους.
6 Μαζεύουν ό,τι απ’ το θέρο απόμεινεστου πλούσιου το χωράφικι ό,τι απ’ τον τρύγο απόμεινε στ’ αμπέλι του.
7 Γυμνοί περνούν τη νύχτα τουςκαι δίχως σκέπασμα,από την παγωνιά να τους φυλάξει.
8 Μουσκεύουν πάνω στα βουνά απ’ τις νεροποντές,στους βράχους πλάι στριμώχνονταιγια να προστατευτούνε.
9 Αρπάζουνε το βρέφος που θηλάζειοι άδικοι από τη χήρα μάνα τουκαι παίρνουν από το φτωχόγια ενέχυρο το ρούχο.
10 Έτσι οι φτωχοί δεν έχουν να ντυθούν·γυμνοί πορεύονταικι ενώ πεινούν,φορτώνονται των πλούσιων τα δεμάτια.
11 Στων πλούσιων τα λιοτριβιά βγάζουν αυτοί το λάδι,στα πατητήρια τους πατούνκι ωστόσο αυτοί διψούν.
12 Στις πολιτείες οι δύστυχοι στενάζουν,των πληγωμένων φθάνει ο ρόγχος στον ουρανό.Μα ο Θεός δεν νοιάζεται για όλον αυτό τον παραλογισμό.
13 Όσοι είν’ υπαίτιοι γι’ αυτά, εχθρεύονται το φως,τους δρόμους τους δικούς τουδεν τους ξέρουνκι ούτε βαδίζουνε στα μονοπάτια του.
14 Στο χάραμα σηκώνεται ο φονιάς,σκοτώνει τον φτωχό και τον αδύναμο,και γίνεται τη νύχτα κλέφτης.
15 Βλέπει ο μοιχός πότε το σούρουπο θα ’ρθεί·κάλυμμα ρίχνει μπρος στο πρόσωπό τουκι έτσι νομίζει πως κανείς δε θα τον δει.
16 Τη νύχτα οι κλέφτες μπαίνουν μες στα σπίτιααλλά τη μέρα κρύβονταικαι τ’ αποφεύγουνε το φως.
17 Για όλους αυτούς η μέρα αρχίζειόταν νυχτώνεικαι το σκοτάδι τρόμο δεν τους προκαλεί.
18 Τους ασεβείς τους παίρνει το ποτάμι,καταραμένα είν’ τα χωράφια τους·στ’ αμπέλια τους δε θα γυρίσει πια κανείς.
19 Όπως το χιόνι ο καύσωνας το λιώνεικαι το ρουφάει η ξεραμένη γη,έτσι κι ο άδης καταπίνειαυτόν που αμάρτησε.
20 Τον λησμονάει ακόμα κι η ίδια του η μάνακαι γίνεται των σκουληκιών τροφή.Κανένας πια για κείνον δε μιλάει.Έτσι σαν δέντρο η αδικία έχει κοπεί.
21 Κι αυτά επειδή άσκημα φέρθηκε στις στείρεςκαι άφησε τις χήρες ανυπεράσπιστες.
22 Μα έχει ο Θεός τη δύναμητους ισχυρούς να τους σαρώνει·ορθώνεται κι εκείνοι χάνουνκάθε βεβαιότητα ζωής.
23 Κάποτε τους αφήνει να ζούνε σε ασφάλεια,κι ωστόσο παρακολουθούν τα μάτια τουτον τρόπο της ζωής τους.
24 Για λίγο υψώνονται, μα ύστερα πια τίποτα·μαραίνονται σαν τα κομμένα τ’ άνθη·πέφτουν στη γη σαν στάχυα που τα θέρισαν.
25 Έτσι δεν είναι;ποιος μπορεί να με διαψεύσεικαι ν’ αποδείξει το αντίθετο;