12 Στις πολιτείες οι δύστυχοι στενάζουν,των πληγωμένων φθάνει ο ρόγχος στον ουρανό.Μα ο Θεός δεν νοιάζεται για όλον αυτό τον παραλογισμό.
13 Όσοι είν’ υπαίτιοι γι’ αυτά, εχθρεύονται το φως,τους δρόμους τους δικούς τουδεν τους ξέρουνκι ούτε βαδίζουνε στα μονοπάτια του.
14 Στο χάραμα σηκώνεται ο φονιάς,σκοτώνει τον φτωχό και τον αδύναμο,και γίνεται τη νύχτα κλέφτης.
15 Βλέπει ο μοιχός πότε το σούρουπο θα ’ρθεί·κάλυμμα ρίχνει μπρος στο πρόσωπό τουκι έτσι νομίζει πως κανείς δε θα τον δει.
16 Τη νύχτα οι κλέφτες μπαίνουν μες στα σπίτιααλλά τη μέρα κρύβονταικαι τ’ αποφεύγουνε το φως.
17 Για όλους αυτούς η μέρα αρχίζειόταν νυχτώνεικαι το σκοτάδι τρόμο δεν τους προκαλεί.
18 Τους ασεβείς τους παίρνει το ποτάμι,καταραμένα είν’ τα χωράφια τους·στ’ αμπέλια τους δε θα γυρίσει πια κανείς.