18 Χτίζει ο ασεβής το σπίτι του όπως ο σκόρος:εύθραυστο·σαν την αχυροκαλυβίτσα του αγροφύλακα.
19 Πλούσιος πέφτει για να κοιμηθείμέσα στο σπίτι του,κι ώσπου τα μάτια του ν’ ανοίξει,το σπίτι έχει χαθεί.
20 Οι φόβοι τον προφταίνουν σαν πλημμύρακαι μες στη νύχτα τον αρπάζει η θύελλα.
21 Φυσάει σιρόκος, τον σηκώνεικαι τον παίρνει·βίαια τον αρπάζει από το σπίτι του.
22 Πάνω του δίχως λύπηση ορμάκι εκείνος προσπαθεί να του ξεφύγει.
23 Ουρλιάζει και σφυρίζει πίσω απ’ τον ασεβήκαθώς εκείνος τρέχει·και τον τρομοκρατεί με χαστουκίσματα.