6 Τα ζωντανά μου έβγαζαν το γάλα ποταμούςκαι τα βραχώδη εδάφη μού ’δινανχειμάρρους από λάδι.
7 Πήγαινα τότε στην πλατεία,πλάι στης πόλης την πύλη,στων πρεσβυτέρων εκαθόμουν τη συνάθροιση,
8 κι οι νέοι μ’ εβλέπανκαι μου κάναν’ τόπο·σηκώνονταν κι οι ηλικιωμένοικι όρθιοι από σέβας στέκονταν.
9 Παύανε να μιλούν οι πρόκριτοικαι πρόσταζε σιγήτο δάχτυλο στα χείλη.
10 Χανόταν των αρχόντων η φωνήκι η γλώσσα τους στον ουρανίσκο τους κολλούσε.
11 Όποιος τα λόγια μου άκουγε, με μακάριζε·όποιος τα έργα μου έβλεπε,με επαινούσε.
12 Γιατί βοηθούσα τον φτωχό, που προστασία γύρευε,και τα ορφανά,που στήριγμα δεν είχαν.