12 Γιατί βρεθήκαν γόνατα να με δεχτούν,μαστοί για να θηλάσω;
13 Θα ’μουνα τώρα ήσυχος στον τάφο μου·θα κοιμόμουν και θ’ αναπαυόμουνα
14 αντάμα με τους βασιλιάδεςκαι με τους άρχοντες της γης,που βάζανε για χάρη τους να χτίζουν πυραμίδες.
15 Θα ήμουν με τους ηγεμόνες που είχαν άφθονο χρυσάφι,που με ασήμι γέμισαντους νεκρικούς θαλάμους τους.
16 Ή πάλι σαν καταχωμένο έκτρωμαδε θα υπήρχα·καθώς τα βρέφη που δεν είδανε το φως.
17 Στον τάφο οι ασεβείς παύουν να κάνουν το κακό·εκεί βρίσκουν κι οι κουρασμένοι ανάπαυση.
18 Βρίσκουν την ησυχία τους και οι δεσμώτες,χωρίς ν’ ακούνε των φυλάκων τις φωνές.