1-2 Τελικά ο Ιώβ άνοιξε το στόμα του κι άρχισε μ’ αυτά τα λόγια να καταριέται τη μέρα που γεννήθηκε:
3 Ας ήταν να χαθεί η μέρα που γεννήθηκακι η νύχτα που είδετη στιγμή της σύλληψής μου!
4 Η μέρα εκείνη να γενεί σκοτάδι!Να μην τη θυμηθεί ποτέεκεί ψηλά ο Θεόςκαι ποτέ πια το φωςπάνω της να μη λάμψει.
5 Να τη διεκδικήσει πάλι το σκοτάδι·να τη σκεπάζουν μαύρα σύννεφακι η έκλειψη του ήλιου ας την τρομάζει.