24 Έναν σωρό ερείπια δεν μπορεί πια κανείς να τον στηρίξει.Πριν καταρρεύσω εντελώς, ας έρθει βοηθός μου ο Θεός.
25 Μήπως δεν έκλαψα γι’ αυτούς,που ήτανε σκληρή η ζωή τους;και μήπως δεν λυπήθηκα για τους φτωχούς;
26 Την ευτυχία έλπιζα κι η δυστυχία ήρθε·με βρήκε το σκοτάδι,ενώ περίμενα το φως.
27 Αναταράζονται τα σπλάχνα μου, στιγμή δεν ησυχάζουν·δύστυχες μέρες μ’ ηύραν αναπάντεχα.
28 Θλιμμένος περπατώ χωρίς χαράς αχτίδα·μες στου λαού σηκώνομαι τη σύναξηβοήθεια να ζητήσω με κραυγές.
29 Των τσακαλιών έγινα αδερφόςκαι των στρουθοκαμήλων σύντροφος.
30 Μαύρισε πια το δέρμα μου και ξεκολλά από πάνω μου·τα κόκαλά μου ο πυρετός τα καίει.