11 Γιατί αυτό είν’ ανομία επαίσχυντηκι αμάρτημα που οι δικαστέςθα ’πρεπε αυστηρά να τιμωρούνε.
12 Είναι φωτιά που κατακαίει και δεν αφήνει τίποτα,μέχρι τις ρίζες κατατρώει τα σπαρτά μου.
13 Αν κάποτε το δίκιο του δούλου μου ή της δούλης μου παρέβλεψαστις διαφορές που μπορεί να ’χανε μαζί μου,
14 πώς θα μπορέσω να σταθώ μπρος στο Θεόκαι τι θα του αποκριθώ όταν με κρίνει;
15 Γιατί, αυτός που μ’ έπλασε,μήπως δεν έπλασε κι εκείνους;ο ίδιος δεν μας εσχημάτισε στη μητρική κοιλιά;
16 Ποτέ μου στους φτωχούς ό,τι ζητούσαν δεν τ’ αρνήθηκα,ούτε άφησα μες στην απελπισία τις χήρες.
17 Ποτέ δεν έφαγα μονάχος το ψωμί μου,χωρίς να φάνε απ’ αυτό και τα ορφανά,