22 το χέρι μου ας σπάσει απ’ τον αγκώνα,κι ας ξεκολλήσει από τον ώμο μου.
23 Με τρόμαζε η τιμωρία του Θεού·μπρος στη μεγαλοσύνη τουν’ αντέξω δεν μπορούσα.
24 Ποτέ μου το χρυσάφι δεν το εμπιστεύτηκαούτε και το λογάριασα ποτέ για σιγουριά μου.
25 Για τα πολλά μου πλούτη δεν περηφανεύτηκαούτε για όσα με τα χέρια μου μπόρεσα ν’ αποκτήσω.
26 Κοιτάζοντας τον ήλιο και τη λάμψη τουή τη μαγευτική πορεία της σελήνης,
27 ποτέ μου ενδόμυχα δεν γοητεύτηκαούτε ποτέ λατρευτικά τους έστειλα φιλιά.
28 Αυτό θα ’ταν αμάρτημα, που οι δικαστές το τιμωρούνε,γιατί θα είχα απαρνηθεί τον ύψιστο Θεό.