3 Αλλά θύμωσε και με τους τρεις φίλους του Ιώβ, γιατί δεν έβρισκαν τι να του απαντήσουν, για να του αποδείξουν την ενοχή του.
4 Μιας κι εκείνοι ήταν μεγαλύτεροί του, λοιπόν, ο Ελιού περίμενε να τελειώσουν για να μιλήσει στον Ιώβ.
5-6 Όταν όμως είδε πως εκείνοι δεν είχαν καμιά απάντηση, τότε ξέσπασε θυμωμένος και είπε:Εγώ είμ’ ακόμα νέος κι εσείς γέροντες·γι’ αυτό φοβόμουνα και δίσταζααυτά που σκέφτομαι να σας τα πω.
7 Έλεγα μέσα μου πως θα μιλούσε η ηλικίακαι πως σοφία θα δίδασκαντα χρόνια τα πολλά.
8 Μα ό,τι κάνει συνετό τον άνθρωποείναι το πνεύμα,είν’ η πνοή που εμφύσησε ο Παντοδύναμος.
9 Οι ηλικιωμένοι δεν είναι πάντα και σοφοί,ούτε κι οι γέροντες ξέρουνε πάντατο σωστό ποιο είναι.
10 Γι’ αυτό και τώρα σας γυρεύω να μ’ ακούσετε·θέλω κι εγώ τη γνώμη μου να σας εκθέσω.