1 Τότε αποκρίθηκε ο Ιώβ στον Κύριο:
2 «Ξέρω πως τίποτα για σε δεν είν’ αδύνατοκι όλα όσα στοχάζεσαιμπορείς και να τα πράξεις.
3 Ρωτάς ποιος είμαι που τολμώ ν’ αμφισβητώ τα σχέδιά σου,καθώς για πράγματα μιλώ που δεν καταλαβαίνω.Αλήθεια, μίλησα για πράγματα που δεν τα καταλάβαινα,πολύ μεγάλα, θαυμαστάκι ασύλληπτα για μένα.
4 Μου ζητάς πρώτα να σ’ ακούσω όσο μιλάςκι ύστερα ν’ απαντήσω εγώ στις ερωτήσεις σου.
5 Τότε σε γνώριζα μονάχα απ’ όσα είχα για σένα ακουστά·μα τώρα με τα μάτια μου σε είδα.
6 Γι’ αυτό, ανακαλώ τα όσα είπακαι ντρέπομαι γι’ αυτά.Μέσα στο χώμα και στη στάχτη ταπεινώνομαι».
7 Όταν ο Κύριος έπαψε να μιλάει με τον Ιώβ, είπε στον Ελιφάζ τον Ταιμανίτη: «Θύμωσα πολύ μ’ εσένα και με τους δύο φίλους σου, γιατί δε μιλήσατε σωστά για μένα, όπως ο δούλος μου ο Ιώβ.