12 Μήπως την αντοχή έχω του βράχου,ή μήπως από μέταλλο είν’ οι σάρκες μου;
13 Κανένα στήριγμα μέσα μου δεν υπάρχει·κι έχει μακριά μου φύγει κάθε βοήθεια.
14 Ο απελπισμένος έχει ανάγκη από φίλους σπλαχνικούς,το σέβας του για να μη χάσει στον Παντοδύναμο.
15 Οι φίλοι μου όμως με ξεγέλασανκαθώς τ’ απατηλά ποτάμια,καθώς οι χείμαρροι που η κοίτη τους στεγνώνειόταν δε βρέχει πια.
16 Όταν οι πάγοι και τα χιόνια λιώνουν την άνοιξη,ρέματα κατεβάζουν θολωμένα.
17 Μα με τις ζέστες του καλοκαιριού στερεύουνε·στην πύρα του ήλιου η κοίτη τους μένει στεγνή.
18 Την κοίτη ακολουθώντας των χειμάρρωντα καραβάνια βγαίνουν απ’ το δρόμο τουςανοίγονται στην έρημο και χάνονται.