6 Αλλά πώς το άνοστο κι’ ανάλατο φαΐνα φαγωθεί;Και σαν ποια να ’χει νοστιμιάτ’ ωμό του αυγού τ’ ασπράδι;
7 Καθώς τ’ αηδιαστικά ετούτα φαγητά,έτσι είναι και τα βάσανά μου αφόρητα.
8 Ας ήταν να ’χε η προσευχή μου απόκριση,να μου ’δινε ο Θεός αυτό που του γυρεύω:
9 Αν αποφάσιζε οριστικά να μ’ εξοντώσειτο χέρι του ν’ απλώσεικαι το νήμα μου να κόψει της ζωής,
10 τότε θα ’χα τουλάχιστον ετούτη την παρηγοριά,και θα πηδούσα από χαρά μες στα δεινάπου μου ’δωσε να υποφέρω:Πως δεν αθέτησα ποτέ μουτου Άγιου Θεού τις προσταγές.
11 Ποια δύναμη έχω να μπορεί να με κρατήσει στη ζωή;Μα και για ποιο σκοπό να ζω,όταν δεν έχω ελπίδα;
12 Μήπως την αντοχή έχω του βράχου,ή μήπως από μέταλλο είν’ οι σάρκες μου;