9 Αν αποφάσιζε οριστικά να μ’ εξοντώσειτο χέρι του ν’ απλώσεικαι το νήμα μου να κόψει της ζωής,
10 τότε θα ’χα τουλάχιστον ετούτη την παρηγοριά,και θα πηδούσα από χαρά μες στα δεινάπου μου ’δωσε να υποφέρω:Πως δεν αθέτησα ποτέ μουτου Άγιου Θεού τις προσταγές.
11 Ποια δύναμη έχω να μπορεί να με κρατήσει στη ζωή;Μα και για ποιο σκοπό να ζω,όταν δεν έχω ελπίδα;
12 Μήπως την αντοχή έχω του βράχου,ή μήπως από μέταλλο είν’ οι σάρκες μου;
13 Κανένα στήριγμα μέσα μου δεν υπάρχει·κι έχει μακριά μου φύγει κάθε βοήθεια.
14 Ο απελπισμένος έχει ανάγκη από φίλους σπλαχνικούς,το σέβας του για να μη χάσει στον Παντοδύναμο.
15 Οι φίλοι μου όμως με ξεγέλασανκαθώς τ’ απατηλά ποτάμια,καθώς οι χείμαρροι που η κοίτη τους στεγνώνειόταν δε βρέχει πια.