10 σπίτι του δεν ξανάρχεταικι ο τόπος του δεν τον αναγνωρίζει.
11 Λοιπόν δε θα κρατήσωκι άλλο κλειστό το στόμα μου·μέσ’ απ’ την αγωνία της καρδιάς μου θα μιλήσω,μέσ’ απ’ την πίκρα της ψυχής μου θα παραπονεθώ.
12 Τι είμ’ εγώ; Θάλασσα ή κήτος θαλασσινόκαι μου ’βαλες φρουρά;
13 Εκεί που λέω πως θα μ’ ανακουφίσει το κρεβάτι μουκαι πως το στρώμα μου τον πόνο μου θα τον πραΰνει,
14 εσύ με εφιάλτες με φοβίζειςκαι με τρομάζεις με οράματα.
15 Έτσι έχω προτιμότερο τον απαγχονισμό,καλύτερο το θάνατο παρά τον πόνο.
16 Απαύδησα! Δεν πρόκειται να ζήσω εγώ αιώνια.Παράτησέ με! Μια πνοή είν’ η ζωή μου όλη κι όλη.